Τα βιοκαύσιμα βρίσκονται σε αρχικό στάδιο και αρκετές εταιρείες προχωρούν στην κατασκευή μονάδων παραγωγής βιοντήζελ. Καθώς όμως τα βιοντήζελ θα υποκαταστήσουν το πετρέλαιο σε κάποιο ποσοστό, μεγάλη βαρύτητα έχει δοθεί και στην έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογιών υδρογόνου.
Παρά τη συνεχή βελτίωση στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να υποφέρουν από κυκλοφοριακή συμφόρηση, καθώς δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί στην ιδοσυγκρασία μας η σημασία της εναλλακτικής από το ΙΧ, μετακίνησης. Όπως δείχνουν και ευρωπαϊκά προγράμματα (Clean Air for Europe programme) η Αθήνα έχει από τις υψηλότερες συγκεντρώσεις οξειδίων του αζώτου (ΝΟx) στην Ευρώπη και η Θεσσαλονίκη, αιωρούμενων σωματιδίων διαμέτρου, μικρότερης ή ίσης των 10μm (PM10).
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) στην ετήσια έκθεση του για το 2005, αναφέρει ότι η ποιότητα του αέρα ωστόσο, είναι σχετικά καλή στην Ελλάδα και τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει είναι η διαχείριση των αποβλήτων και των υδάτινων πόρων.
Δυστυχώς στον τομέα διαχείρισης των στερεών αποβλήτων δεν έχουν γίνει εμπροσθοβαρείς κινήσεις, τέτοιες ώστε να διαπνέονται μακροχρόνιες λύσεις. Ενώ η ΕΕ πιέζει και νομοθετικά στη μείωση των ΧΥΤΑ και στην εξάλειψη των παράνομων χωματερών, καθώς και στην ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, δεν φαίνεται να υπάρχει ένας στρατηγικός σχεδιασμός ικανός να αλλάξει τα δεδομένα. Σε αυτό συνδράμει και η μικρή περιβαλλοντική ευαισθησία που δείχνουν οι Έλληνες και οι τοπικές αρχές σε θέματα ανακύκλωσης και διαχείρισης των απορριμμάτων.
Έτσι, οι στρατηγικοί στόχοι που έχουν τεθεί ως προς τα απόβλητα, για μείωση της ποσότητας που οδηγούνται για τελική διάθεση (ταφή ή καύση) κατά 20% μέχρι το 2010 σε σύγκριση με το 2000 και κατά 50% μέχρι το 2050, καθώς και για μείωση του όγκου των παραγόμενων επικίνδυνων αποβλήτων κατά 20% μέχρι το 2010 σε σύγκριση με το 2000 και κατά 50% μέχρι το 2020 δεν φαίνονται προς το παρόν εφικτοί.
Η ολοκληρωμένη διαχείριση στερεών αποβλήτων τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει ως βασικές αρχές, την πρόληψη, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και την ανάκτηση ενέργειας. Εφαρμόζοντας ένα πλάνο βασισμένο στις αρχές αυτές, θα είναι δυνατή η λειτουργία ΧΥΤΥ (Χώρων Υγειονομικής Ταφής Υπολλειμμάτων) αντί των ΧΥΤΑ και η αποδέσμευση της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων από το πρόβλημα χωροθέτησης ενός νέου ΧΥΤΑ, που επιφέρει κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αναταραχές.
Παράλληλα ακανθώδες παραμένει το πρόβλημα της διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων. H Σύμβαση της Βασιλείας στοχεύει όχι μόνο στην μείωση της διασυνοριακής διακίνησης τους, αλλά και στην ελαχιστοποίηση της δημιουργίας τέτοιων αποβλήτων. Ενώ όμως είναι απαραίτητη η διαχείριση τους εντός των συνόρων, εντούτοις δεν έχει υπάρξει κάποια βιώσιμη λύση.
Αναφορικά με τα προβλήματα που εντοπίζονται στους υδάτινους πόρους, αυτά αφορούν τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα του νερού. Το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων προέρχεται από την άναρχη άρδευση και την αλόγιστη χρήση νιτρικών λιπασμάτων. Η γεωργία είναι υπεύθυνη για το 50 % περίπου της χρήσης υδάτων στη νότια Ευρώπη και συμβάλλει κατά 50 % περίπου στη συνολική ρύπανση των ποταμών με άζωτο (στοιχεία για την ΕΕ-15). Επίσης, είναι υπεύθυνη για το 10 % περίπου των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και για το 94 % των εκπομπών αμμωνίας στην ΕΕ-15.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (KAΠ) αποτελεί σημαντικό κινητήριο μοχλό για τον αγροτικό τομέα και επομένως μπορεί να επηρεάσει θετικά την περιβαλλοντική διαχείριση από τους αγρότες. Ήδη το τρέχον πρόγραμμα πλαίστιο συμπεριλαμβάνει επιδοτήσεις για προγράμματα απονιτροποίησης των εδαφών ή/και ανάπτυξη της βιολογικής καλλιέργιας.
Η υγεία των πολιτών βάλλεται από πλήθος επικίνδυνων ουσιών, προερχόμενες από το νερό, τον αέρα, τα τρόφιμα, τις ακτινοβολίες και μεγάλο αριθμό αντικειμένων. Ο κανονισμός REACH είναι μέρος της προσπάθειας που ξεκίνησε στην Ε.Ε. για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, τη διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και τη διατήρηση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και θα έχει εφαρμογή σε κάθε παραγωγό/εισαγωγέα που παράγει, χρησιμοποιεί χημικές ουσίες σε ποσότητα μεγαλύτερη του ενός τόνου ετησίως.
Στη μεγάλη προσπάθεια που απαιτείται για την επίτευξη μιας αειφορικής ανάπτυξης, η συνδρομή της επιστημονικής κοινότητας είναι απαραίτητη και κυρίως των χημικών, που έχουν όχι μόνο την κατάρτιση προσδιορισμού των κινδύνων, αλλά και τη βαθιά γνώση των περιβαλλοντικών προβλημάτων ώστε να μπορούν να προτείνουν προληπτικά μέτρα.
Η Ένωση Ελλήνων Χημικών, θεσμοθετημένος σύμβουλος του κράτους και το Γενικό Χημείο του Κράτους, πυλώνας του ελεγκτικού μηχανισμού της πολιτείας και σε περιβαλλοντικά θέματα, αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους μιας συνεχούς προσπάθειας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και εξασφάλισης βιώσιμων λύσεων για το περιβάλλον.